Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

2/4/11

Βιολογική καλλιέργεια

Η Βιολογική Καλλιέργεια είναι μια μέθοδος καλλιέργειας η οποία ελαχιστοποιεί ή αποφεύγει πλήρως τη χρήση συνθετικών λιπασμάτων και ζιζανιοκτόνων, ρυθμιστών ανάπτυξης των φυτών, ορμονών καθώς και πρόσθετων ουσιών στις ζωοτροφές. Οι βιολογικοί καλλιεργητές βασίζονται σε αμειψισπορά (εναλλαγή φυτών για συγκομιδή), υπολείμματα συγκομιδών, αγρανάπαυση, ζωικά λιπάσματα (κοπριά) και μηχανική καλλιέργεια για τη διατήρηση της παραγωγικότητας του χώματος, τον εμπλουτισμό του με θρεπτικές ουσίες για τα φυτά καθώς και για τον έλεγχο των ζιζανίων, εντόμων και παράσιτων.
Η Βιολογική Καλλιέργεια συχνά συνδέεται με την υποστήριξη αρχών πέρα από την καλλιέργεια, όπως το Δίκαιο Εμπόριο (Fair Trade) και τη διαχείριση του περιβάλλοντος.

Η Βιολογική Καλλιέργεια απορρίπτει τη χρήση συνθετικών χημικών ουσιών, όπως τα συνθετικά ζιζανιοκτόνα, λιπάσματα, φυτοφάρμακα και γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς (Γ.Τ.Ο.). Σε μερικές χώρες, κυρίως στην Ευρώπη, η βιολογική καλλιέργεια ορίζεται και από το νόμο, ώστε η εμπορική χρήση του όρου «Βιολογικό» να υπόκειται σε έλεγχο από την κυβέρνηση και το κράτος. Κάποιο είδος «διαπίστευσης» προσφέρεται στους αγρότες έναντι αμοιβής, καθιστώντας παράνομη την πώληση προϊόντων με τον τίτλο «Βιολογικό» χωρίς αυτή τη διαπίστευση.
Στη βιολογική καλλιέργεια, ανήκει και η βιοδυναμική καλλιέργεια που βασίζεται στις εσωτερικές διδασκαλίες του Ρούντολφ Στάινερ (Rudolf Steiner). Ο Ιάπωνας αγρότης Μασανόμπου Φουκουόκα εφηύρε ένα σύστημα το οποίο αποκάλεσε Φυσική Καλλιέργεια. 

Το κύριο ζήτημα της Βιολογικής Καλλιέργειας είναι η αντικατάσταση συνθετικών χημικών ουσιών με άλλες που βρίσκονται στη φύση. Αντί συνθετικών φυτοφαρμάκων χρησιμοποιούνται οργανικά φυτοφάρμακα όπως για παράδειγμα το Bt, το πύρεθρο και η ροτενόνη. Οι βιολογικοί καλλιεργητές υποστηρίζουν ότι οι συγκεκριμένες οργανικές ουσίες είναι βιοδιασπώμενες και άρα δεν μένουν στο τελικό προϊόν. Αντίθετα υποστηρίζουν, έχοντας στα χέρια τους έρευνες ανεξάρτητων επιστημόνων, ότι πολλά από τα συνθετικά χημικά παραμένουν αδιάσπαστα στην τροφική αλυσίδα μέχρι τον τελικό καταναλωτή, που είναι ο άνθρωπος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εντομοκτόνου που περνά στην τροφική αλυσίδα αποτελεί το DDT. Οι μεγάλες εταιρίες της αγροβιομηχανίας πραγματοποιούν δικές τους έρευνες που αποδεικνύουν το αντίθετο.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο νόμος προβλέπει την υποχρεωτική αναγραφή «Γενετικά Τροποποιημένο» σε προϊόντα που περιέχουν έως 0,9% Γ.Τ.Ο. Το κίνημα της Βιολογικής Καλλιέργειας υποστηρίζει ότι ο κανονισμός αυτός δεν τηρείται και αντιδρά έντονα. Πρόσφατα στην Ελλάδα αποκαλύφθηκε και δημιούργησε σκάνδαλο η μη-αναγραφή αυτής της ένδειξης σε προϊόντα Γ.Τ. ρυζιού που προέρχονται από τις ΗΠΑ (εταιρία BALI). Στην χώρα μας γεωργοί που υποστηρίζουν την βιολογική καλλιέργεια άσκησαν και ασκούν έντονες πιέσεις για την απαγόρευση των Γ.Τ.Ο. Αυτή τη στιγμή, η καλλιέργεια Γ.Τ.Ο. απαγορεύεται από το νόμο.

Η βιολογική καλλιέργεια απορρίπτει τους Γ.Τ.Ο. και στέκεται εχθρικά απέναντί τους καθώς και στις εταιρίες που τους κατασκευάζουν. Υποστηρίζει ότι το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας δεν έχει ενημερωθεί για τους κινδύνους που κρύβουν η Γενετική Μηχανική και τα μεταλλαγμένα προϊόντα στην υγεία του ανθρώπου, των φυτών και των υπόλοιπων ζώων. Οι μεγάλες εταιρίες της Αγροβιομηχανίας πραγματοποιούν συνεχώς οι ίδιες μελέτες που, όμως, δείχνουν το αντίθετο. Οι υποστηρικτές της βιολογικής καλλιέργειας αμφισβητούν τις διαβεβαιώσεις των εταιριών, όπως με το ζήτημα της διασταύρωσης γενετικού υλικού, την οποία αρχικά δεν την αποδέχονταν οι εταιρίες.
Γενετική διασταύρωση (ή μόλυνση) είναι η διαφαινόμενη διαδικασία όπου μη-Γ.Τ. φυτά διασταυρώνονται με Γ.Τ. φυτά που καλλιεργούνται σε κοντινά χωράφια ή την ευρύτερη βιοπεριοχή, επιμολύνοντας το γενετικό υλικό τους. Αυτή τη στιγμή πραγματοποιούνται μελέτες πάνω στο τρόπο και στη διαδικασία που συμβαίνει αυτό, αφού ολόκληρη η διαδικασία είναι ακόμη άγνωστη.

Το ζήτημα προέκυψε αρχικά στον Καναδά, έπειτα από αγωγή αποζημίωσης για χρήση Γ.Τ. προϊόντων κατοχυρωμένων με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της εταιρίας Μονσάντο κατά του Καναδού αγρότη Percy Schmeiser, το 1997. Η εταιρία υποστήριξε ότι βρέθηκαν ίχνη Γ.Τ.Ο. στη σοδειά του και ότι είχε χρησιμοποιήσει τους Γ.Τ. σπόρους της χωρίς να έχει λάβει άδεια εκμετάλλευσης από την εταιρεία, που ήταν κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας στους συγκεκριμένους σπόρους. Ο αγρότης αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι κάτι τέτοιο συνέβη εν γνώσει του και υπέδειξε τα διπλανά χωράφια καλλιεργημένα με Γ.Τ. φυτά ή το δρόμο δίπλα στο χωράφι του όπου περνούσαν φορτηγά μεταφέροντας Γ.Τ. σοδειές ως τις δύο πιο πιθανές αιτίες της γενετικής διασταύρωσης. Η περίπτωση έφθασε μέχρι το ανώτατο δικαστήριο, το οποίο τελικά δέχθηκε ευθύνη του αγρότη. Η μαχητικότητα του Schmeiser ενάντια στην πολυεθνική εταιρία τον έκανε είδωλο του κινήματος της Βιολογικής Καλλιέργειας.
Πρόσφατες έρευνες απέδειξαν ότι η γενετική διασταύρωση είναι αναπόφευκτη αν Γ.Τ. φυτά και μη-Γ.Τ. καλλιεργούνται στην ίδια βιοπεριοχή και ότι η απόσταση που μπορεί να ταξιδέψει το γενετικό υλικό μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 21 χλμ. μέσω της γύρης και του αέρα.

ΕξολοθρευτήςΗ εταιρία Μονσάντο πρώτη δημιούργησε ένα στείρο σπόρο, που δεν παράγει γύρη και άρα δεν μπορεί να παράγει νέους σπόρους. Η εταιρία υποστήριξε ότι κατά αυτό τον τρόπο θα μειώσει τη γενετική διασταύρωση και την γενετική μόλυνση. Ο σπόρος εξολοθρευτής, όμως, έδωσε την αφορμή στους υποστηρικτές της βιολογικής καλλιέργειας, οικοακτιβιστές, κ.α. να οργανώσουν μία κατά μέτωπο επίθεση ενάντια στην εταιρία. Αιτία το ότι κατά αυτό τον τρόπο ο αγρότης θα αναγκάζεται αντί να χρησιμοποιεί σπόρο που παράγει η σοδειά του για να φυτέψει νέα φυτά, όπως γινόταν από την ανακάλυψη της γεωργίας έως σήμερα, να αγοράζει νέο σπόρο από την εταιρία που έχει την πατέντα. Έτσι, φτωχοί αγρότες από χώρες σαν την Ινδία θα καταστρεφόντουσαν οικονομικά, αν έπρεπε να αγοράζουν κάθε χρόνο σπόρο από την εταιρία. Η πολυεθνική Μονσάντο, προσφάτως, ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει την τεχνολογία Εξολοθρευτής.

Η πιστοποίηση βιολογικών προϊόντων είναι απαραίτητη, μέσα από το νόμο, για τη χρήση του όρου «βιολογικό». Την πιστοποίηση την εφαρμόζουν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου τα οποία ονομάζονται «Πιστοποιητικοί Οργανισμοί» και υπόκεινται στο Υπουργείο Γεωργίας, έναντι αμοιβής. Το ζήτημα της πιστοποίησης έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις στους κόλπους των βιολογικών καλλιεργητών. Πολλοί πιστεύουν ότι, με τη δημιουργία αυτού του προτύπου, προστατεύεται και ελέγχεται το τελικό προϊόν. Όμως, εκφράζονται φόβοι και ασκείται κριτική από κάποιους άλλους. Επειδή την πιστοποίηση την κάνουν ιδιωτικοί οργανισμοί θέτουν το εξής ερώτημα: «Πώς είναι δυνατόν να διασφαλιστεί η ποιότητα στο πρότυπο όταν δίνει τις πιστοποιήσεις μια ιδιωτική εταιρία, δηλαδή ένας οργανισμός που οφείλει να έχει κέρδος; Μήπως το κερδοσκοπικό κίνητρο που έχει κάθε εταιρία οδηγήσει στον εκφυλισμό της ποιότητας αντί στην εξασφάλισή του;» Μια άλλη κριτική που ασκείται είναι ότι μέσα από το χρηματικό αντίτιμο, που απαιτείται για την απόκτηση της πιστοποίησης, αυξάνει περισσότερο η τιμή των βιολογικών προϊόντων.